Δευτέρα, Οκτωβρίου 31, 2011

Εγώ δεν είμαι ποιητής, είμαι στιχάκι

Τί είναι άλλωστε οι στίχοι χωρίς τη μουσική, ένα ποίημα δεν είναι;

Οι στίχοι, ακόμα κι όταν ένα τραγούδι δεν είναι βίωμα του στιχουργού, εκφράζουν πτυχές της προσωπικότητάς του, μπορείς να αντιληφθείς το συναισθηματικό του κόσμο, τα πράγματα στα οποία δίνει ιδιαίτερη σημασία στη ζωή του, τη νοοτροπία του, ακόμα και το πού έχει ζήσει -δίπλα σε θάλασσα, ποτάμια, βουνά- χωρίς να 'χεις διαβάσει τη βιογραφία του.

Θα διαλέξω τρεις αγαπημένους μου τραγουδοποιούς και θα πω με λέξεις παρμένες από τους στίχους τους, τί είναι ο καθένας για 'μένα. Είναι λέξεις που επαναλαμβάνονται συχνά στα τραγούδια τους. Κοινές λέξεις θα μου πεις· ναι, αλλά όχι ακριβώς. Ακόμα κι έτσι, η μία κοντά στην άλλη βγάζουν κάτι από την αύρα των τραγουδιών.

Παύλος Παυλίδης
Βροχή, σύννεφα, ήλιος, βράχια, λιμάνι, θάλασσα, καλοκαίρι, αλμύρα, ταξίδι, πλοίο, νησιά, φιλιά, κύματα, καράβι, φωτιά, δρόμοι, τρένο, ξέρεις, μέρα, σπίτι, πόλη, πουλιά, σφαίρα, καρδιά, σιωπή, σύννεφα, καταιγίδα, ουρανός, λευκό, σελήνη, παραμύθι, φωτογραφία, παιδί, ονειρεύομαι, φοβάμαι, φως, ξεχνάω, θυμάμαι, ευτυχία, δρόμος, πουθενά, εσύ.
Αέρινη αύρα, καλοκαιρινά ταξίδια, νοσταλγία κι επιστροφή, αγάπη αληθινή, όνειρα κι ανοιχτοί δρόμοι.

Σωκράτης Μάλαμας
Κρασί, ταξίδι, φεγγάρι, σκοτάδι, καιρός, χρώματα, αρώματα, λουλούδια, γυναίκα, νύχτα, φιλιά, λάθος, φωτιά, μάγισσα, καρδιά, μυαλό, έρωτας, μεθυσμένος, φεγγάρι, νεράιδα, βράδια, αέρας, φύλλα, παράθυρο, άνοιξη, ησυχία, κόσμος, πέτρα, δρόμος, πόλη, ταξίδι, φίλοι, πίνω, ψυχή, μοίρα, φεύγω, αγκαλιά, αγάπες, αλήθεια, λόγια, ψέματα, όνειρο, νους, αδειανός, χρόνια, μέρες, ρουφηξιά, ζωή.
Συναισθήματα βγαλμένα μέσα από την ψυχή, αυθορμητισμός που πηγάζει από μεθυσμένη διάθεση, αναστεναγμός και ρουφηξιά, μαγεία κι έρωτας.

Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Αγρύπνια, ψυχές, βυθός, νους, νοσταλγία, άστρα, ύπνος, δειλινό, μέρα, μάτια, βουνά, χιόνι, ποταμός, γιορτή, ποτήρι, κρασί, κόκκινο, πότες, τρία, πίστη, χείλη, πληγή, καρδιά, γυναίκα, νύχτα, αέρας, φωτιά, αποκοιμάμαι, Κυριακή, αγάπη, ανάσα, ομίχλη, σκέψεις, στραβά, τσιγάρο, φυλακή, ξεχνιέμαι, ξενιτιά, κοιλάδα, τραγουδάω.
Σκέψεις που πλέκουν ολόκληρες ιστορίες, νόημα μεστό σαν παλιό κρασί, μυσταγωγική γιορτή, εσωτερική ηρεμία και πίστη.

Με ακόμα πιο λίγα λόγια, για ‘μένα, ο Παύλος είναι καλοκαίρι, ο Σωκράτης άνοιξη κι ο Θανάσης φθινόπωρο. Κι η άνοιξη με το φθινόπωρο, ως μεταβατικές εποχές, έχουν αρκετά κοινά.


υγ: είναι γνωστό ότι αγαπώ την άνοιξη εγώ, είναι όμως και κάποιοι που θέλουν το χειμώνα. Για χειμώνα θα έβαζα τα Διάφανα Κρίνα, αλλά ας μη βαρύνουμε το κλίμα, ακόμα έχει ήλιο.. 

Κυριακή, Οκτωβρίου 30, 2011

"Κι έρχουντ' απ' τον παλιό καιρό..


Πόσο μου άρεσε όταν πιάναμε κουβέντα. Μας έλεγες όταν στο ζητούσαμε ιστορίες από τον πόλεμο, για εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Μας έλεγες για τον παππού, για το πώς σε διεκδίκησε, για τα γράμματα ενώ ήταν στο στρατό. Και κάποιες φορές βλέπαμε και τις φωτογραφίες, με τις αφιερώσεις του παππού πίσω από την καθεμία, αυτές με το δικό του λυρικό τρόπο.

Να μου μιλεί σιργουλευτά
για κείνα και για τ' άλλα
για μαγικά, για έρωτες,
για φονικά μεγάλα.

Έπειτα ιστορίες για μας, για εμένα μικρή. Πάντα έλεγες στο τέλος την αταξία μου (ούτε τριών δε θα 'μουν), ήθελα να πάμε στις κούνιες, αλλά μου 'λεγες πως δε θα πηγαίναμε. Κάποια στιγμή βγαίνεις στο μπαλκόνι κι εγώ σε κλείνω έξω, κατεβάζω και την ασφάλεια, "Σοφούλα, άνοιξέ μου" μου 'λεγες "θα πάμε στις κούνιες", "Όχι, καλά να μάσεις". Ανένδοτη εγώ (από μικρό πεισματάρικο), δεν είχες άλλη επιλογή απ' το να πηδήξεις στο δίπλα μπαλκόνι (είναι χαμηλά τα κάγκελα). Έρχεσαι με τη γειτόνισσα στην πόρτα και μου λέει κι αυτή ότι θα πάμε στις κούνιες. Κάπου εκεί έκανα πίσω κι άνοιξα την εξώπορτα -δε νομίζω ότι πήγαμε τελικά. Μου την πετούσες συχνά την ιστορία με την έκφραση "Καλά να μάσεις!" με ένα γλυκό χαμόγελο πειραχτηρίου. Σα να μου 'λεγες καλά κάνεις, πίστευες πάντα σε μένα, δε με φοβόσουν. Άλλες φορές πάλι δε λέγαμε τίποτα, απλά ηρεμούσα εκεί δίπλα σου στον καναπέ απέναντι απ' την τηλεόραση, μου 'πιανες το χέρι και το χάιδευες. Αν οι τριανταφυλλιές ή οι γαρδένιες ήταν ανθισμένες, μας έκοβες κι από ένα λουλουδάκι πριν φύγουμε. Μοσχοβολούσε από την αγάπη σου. 

Έσβησ' ο χρόνος ο κακός
μαζί με τη χαρά μου
τσι ιστορίες τση γιαγιάς
από τα όνειρά μου.

Όταν λείπαμε σε ταξίδια -και συνέχεια όλο και κάποιος από εμάς τα εγγόνια σου θα 'λειπε- το είχες άγχος με τις διαδρομές, αν φτάσαμε κι αν γυρίσαμε. Έπαιρνες τηλέφωνο να μάθεις μόνο αυτό, σου αρκούσε. Σου αρκούσε να μας ακούς. Μπορεί να μην ερχόμουν όσο συχνά ήθελα να σε δω. Κι όταν ερχόμουν, αφού καθόμουν και τα λέγαμε, μου 'λεγες πήγαινε στην παρέα σου σε είδα εγώ, δεν έχει σημασία πόσο θα κάτσεις, αρκεί που ήρθες και σε είδα. Ευσυγκίνητη, αγχωνόσουν και στεναχωριόσουν με το παραμικρό, αλλά δε "χάριζες κάστανα" όπου έπρεπε. Στα γλέντια μας έλεγες να σηκωθούμε να χορέψουμε να μας δεις, μου ΄λεγες εμένα, το μικρότερο των εγγονιών, να χορέψω ζεϊμπέκικο και καμάρωνες. Χαμογελούσες και δάκρυζες μαζί, μετά σε παίρναμε αγκαλιά... Σίγουρα θα σκεφτόσουν να 'ταν κι ο παππούς εκεί, τι χαρά που θα 'κανε.. και μετά θα ευχόσουν να μπορείς να χορεύεις μαζί μας στους γάμους μας..

Θυμούμαι ως τώρα τη γιαγιά
έτοιας λογής ν' αρχίζει
και σε καιρούς αλλοτινούς
ο νους τση ν' αρμενίζει.

Τελευταία φορά είχες έρθει στο σπίτι κι αφού φάγαμε ήρθες στο δωμάτιο να με δεις. Στον υπολογιστή εγώ, μου είπες να μην κάθομαι τόσο πολύ εκεί. Κάτσαμε και συζητούσαμε. Έβαλα στο youtube να παίζει ο Παπάζογλος, έτσι τον έλεγες και σου χαμογελούσα εγώ, εκείνη τη στιγμή άλλαξε για λίγο η γνώμη σου για το ίντερνετ. Δε σου είχαμε πει ότι είχε φύγει, είχες ήδη ανεβασμένη πίεση εκείνη τη μέρα, δυο μέρες μετά μπήκες στο νοσοκομείο. Στο είπα τότε ενώ ακούγαμε τα τραγούδια του και συνεχίσαμε να συζητάμε. Σου εκμυστηρεύτηκα κάτι και φεύγοντας μου 'πες χαμογελώντας Καλή τύχη κλείνοντάς μου το μάτι, να μην καταλάβουν οι άλλοι. Kι έφυγες.

Τις προάλλες, πήγα πρώτη φορά ξανά στο σπίτι σου. Περίμενα να μου ανοίξεις. Μοιράσαμε κάποια πράγματα, πήρα μια ζακέτα σου για την Κική που 'ξερα ότι θα της αρέσει και για μένα μια μακριά, γκρι του παππού, στα μέτρα μου. Μας έδωσε σήμερα η θεία και τα ενθύμια που σου παίρναμε από τα ταξίδια μας, αυτά που τα 'χες όλα στιβαγμένα πάνω στο καλοριφέρ. Το σπίτι δεν είναι όπως πριν. Ούτε ο Δεκαπενταύγουστος και το Πάσχα θα είναι πια.

Είχες μια καρδιά που χωρούσε πολύ αγάπη μέσα. Δυστυχώς δεν άντεξε. Η αγάπη σου όμως είναι αισθητή εδώ και θα συνεχίσει να παραμένει, όπως κι εσύ συνεχίζεις να υπάρχεις μέσα στις δικές μας καρδιές, η ..ηλιόλουστη Κυριακή μας που ευωδιάζει βασιλικό.

Μην κλαις μικρή μου και πληγές
ανοίγεις μου στα στήθη
εμείς οι δυο θα κάνουμε
τον κόσμο παραμύθι.