Παρασκευή, Αυγούστου 24, 2007

Κι όλα αυτά που είναι γίνονται ξανά

Το ξέρω θα'ρθουν κι άλλα καλοκαίρια
ο ίδιος ήλιος πάλι θα φανεί.
Τις νύχτες θα σκορπούν το φως τ' αστέρια,
της θάλασσας το γκρίζο χρώμα θα χαθεί..



Απ' όσο με θυμάμαι κάθε καλοκαίρι, προς το τέλος του Ιούλη συνήθως, παίρναμε το δρόμο για το χωριό και καθόμασταν τρεις και τέσσερις βδομάδες, ενώ τώρα κοντά δύο.

Τα χωριά μου βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο. Αυτό είναι κάτι που τελικά συνειδητοποιώ ότι μου αρέσει. Απλά πάντα κοιμόμουν πότε «πάνω» με την ξαδέρφη μου και πότε «κάτω» στο σπίτι μας και ως εκ τούτου υπήρχε (κι ακόμα έτσι είναι) μια διαρκής μετακίνηση πραγμάτων ή αλλιώς.. «Μαμά, όταν ανεβείτε φέρε μου αυτό..»' ε, και κάπου σε κουράζει το να μην έχεις μια βάση και να είσαι καθημερινά «ταξιδιώτης» αλλά έχει και την πλάκα του!

Τα τελευταία χρόνια έχει ανοίξει καφενείο - ψητοπωλείο ο θείος μου και βοηθάω εκεί μαζί με τα ξαδέρφια μου. Πολλές φορές βαριέσαι πολύ.. αλλά έχει και τα αστεία του. Μαθαίνεις όλους τους γερόντους με τα ψευδώνυμά τους, γελάς με κάποιους θαμώνες, μαθαίνεις και τις προτιμήσεις τους (πχ το ούζο σε ψηλό ποτήρι κτλ), ενώ έχουν δώσει δικιές τους ονομασίες στα ποτά: το ούζο ένας το λέει «φάρμακο», το ζευγάρι* το λέει αντιβίωση ο ίδιος, το ξυνόγαλα «ποντιακή μπύρα». Είναι και κανα δυο άτομα που φτιάχνουν ολόκληρο φρούριο με τα μπουκάλια απ' τις μπύρες στο τραπέζι τους -στην αρχή τα αφήνουμε να τα βλέπουμε, μη χάσουμε το μέτρημα..μετά όμως.. Τα παλιά γκαρσόνια ξέρουν ποιος αντέχει το γυαλί, τα παλιά γκαρσόνια ξέρουν ποιος στ' αλήθεια έχει καεί.


Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν..

Με την ξαδέρφη τη Σοφ, όπως έχω ξαναναφέρει, μικρότερες κάναμε βόλτες προς το βουνό από δω κι από κει, ενώ τώρα πάμε για βόλτα στα διπλανά χωριά με το αυτοκίνητο ή με το μηχανάκι πάνω – κάτω (προσέχοντας μην ξαναφάμε τούμπα στο χαντάκι και γελάμε!). Πάντα θα κάνουμε μια στάση στο νεκροταφείο οι δυο μας, το οποίο είναι λίγο πιο πάνω από το σπίτι. Κάθε τόσο και επεκτείνεται...

Στο κάτω χωριό το κλαμπάκι που είχαμε, αφού είχε αλλάξει με τα χρόνια πρόσωπα, κατέληξε να γίνει φέτος τυροκομείο. Τι ξενύχτια έχουμε κάνει εκεί.. όταν βγαίνανε τα πρώτα τρακτέρ στο δρόμο, μπορεί και να παίρναμε την απόφαση να φύγουμε. Θυμάμαι πρώτη φορά που είχα πάει εκεί ήταν στην πέμπτη δημοτικού' ήταν στα πάνω του τότε, είχε την καλύτερη διαμόρφωση και μαζεύονταν όλες οι παρέες, πολλές από τις οποίες πλέον δεν είναι οι ίδιες, βέβαια. Τότε.. που έπαιζε το λιωμένο παγωτό και το coco jumbo J. Όλα φαίνονταν πιο ωραία, μετά από κάτι χρόνια μας άκουγες να λέμε «κάθε πέρσι και καλύτερα». Το σχολείο επίσης ήταν πιο γεμάτο τα βράδια, η αστυνομία ερχόταν συχνά να κάνει παρατήρηση. Αλλά και τα Σκαλάκια ήταν παλιότερα σημείο συνάντησης' ένα παρατημένο σπίτι, ούτε καν βαμμένο, που ανεβαίναμε τα σκαλάκια που οδηγούσαν στην «ταράτσα», όπου και καθόμασταν στην άκρη, με κρεμασμένα τα πόδια προς τα κάτω. Και μετά ο χώρος γέμιζε με τσόφλια' λες και δεν επιτρεπόταν να ανεβείς αν δεν είχες πάρει από το καφενείο ένα σακουλάκι σποράκια. Τώρα κατοικείται και δε μοιάζει καθόλου στα παλιά σκαλάκια' η ταράτσα κρύφτηκε από τη σκεπή. Ο δρόμος που ενώνει τα δυο χωριά δεν προλάβαινε να μείνει άδειος, παρέες πηγαινοέρχονταν' μια-δυο φορές κατάφερα να κάνω το δρόμο με τα πόδια, τις υπόλοιπες όλο και κάποιος θα μας μάζευε με το αυτοκίνητο. Τώρα όπου φύγει φύγει..σκορποχώρι, έχουν μείνει τα πιο μικρά παιδιά να «φυλάνε» το χωριό. Οι υπόλοιποι παίρνουμε τα αυτοκίνητα και την κάνουμε για παραλία.
Μεγαλώνουμε.

Και μαζί με μας και το σπίτι μας. Σε μια γωνιά στο φρέσκο τσιμέντο άφησα το στίγμα μου, να το δείχνω στα παιδιά μου αργότερα.
Την ηρεμία του χωριού την ένιωθα όταν καθόμουν στο τσιμεντένιο, ακόμη, χωρίς κάγκελα μπαλκόνι, έβαζα το 2ο Πρόγραμμα να παίζει μέσα στη σχεδόν άδεια σαλοκουζίνα και ρέμβαζα πέρα τα χωράφια και πιο δεξιά τα φώτα του κεντρικού -ο ουρανός ξάστερος, όχι σαν εδώ. Τη μέρα που γκρεμίσανε τον τοίχο, κρατούσα παρέα στη γιαγιά μου το βράδυ και καθόμασταν εκεί που πριν υπήρχε αυτή η πόρτα... μέσα έπαιζε η κασέτα του Παπάζογλου που της έχω γράψει. "100 χρόνια μοναξιά γίνεται?" μου λέει κάπως ανήσυχη για το τι διάβαζα. :)



Καλοκαίρι στο χωριό όμως χωρίς Δεκαπεντάγουστο δε νοείται! Πόσα γλέντια έχουν απαθανιστεί σε αυτό το σπίτι αυτή τη μέρα κάθε χρόνο! Μαζευόμασταν πάντα τρεις οικογένειες με τις τρεις γιαγιάδες κι η φωτογραφία ήταν σχεδόν πανομοιότυπη. Αφού λέγαμε με τα ξαδέρφια μας να πάρουμε τις φωτογραφίες από κάθε χρόνο και να τις βάλουμε τη μία δίπλα στην άλλη να βλέπουμε τις διαφορές. Πριν οχτώ χρόνια είχαμε μια νέα είσοδο και πρόσφατα μια απουσία. Τώρα άλλοι δουλεύουν αυτή τη μέρα, άλλοι πηγαίνουν αυτές τις μέρες διακοπές. Ο χορός, τα μπουγελώματα έμειναν στις παλιές φωτογραφίες και στο βίντεο. Συνεχίζει όμως να παραμένει μια ιδιαίτερη, γιορτινή μέρα.


Γυρνώντας πίσω στην Αθήνα, τις πρώτες μέρες όλο και θα πετάξω κανένα πιο παχύ λ και θα μου αρέσει κιόλας.
Παλιά δακρύζαμε όταν αποχαιρετιζόμασταν, και θυμάμαι μέχρι να απομακρυνθούμε αρκετά χιλιόμετρα ένιωθα ήδη το αίσθημα της νοσταλγίας' τώρα αρκούμαστε σε μια σφιχτή αγκαλιά.



Καλό φθινόπωρο λοιπόν!! [γιατί σήμερα άκουσα το πρώτο «καλό χειμώνα» γκρρρ]



*Ζευγάρι λέγεται η ρετσίνα (Μαλαματίνα κατά προτίμηση) με κόλα, για όσους δεν ξέρουν. Και κατεβαίνει κι εύκολα το άτιμο.

UPD: Το παρόν κείμενο ανανεώνεται όποτε του καπνίσει και θυμηθώ κάτι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου