Πέμπτη, Οκτωβρίου 28, 2010

Παραμύθια (αληθινά) της γιαγιάς

Και η γιαγιά η Σ. και η Κ. μας έχουν εξιστορήσει κατά καιρούς γεγονότα από την ζωή τους, την Κατοχή, τα δύσκολα χρόνια στο χωριό.. κι οι δύο τα διηγούνται σαν παραμύθια, με πολλές λεπτομέρειες.. που δε βαριέσαι να ακούς και ζητάς κι άλλα. Μετά την 28η Οκτωβρίου η γιαγιά Κ. κάθισε να μας λέει σε 'μένα και την sis ιστορίες από τον πόλεμο -του '40 αλλά και τον Εμφύλιο.

Μας έλεγε για τότε που είχε πάει με τη μαμά της να μαζέψουν κρυφά το σιτάρι για να μην τις δουν οι Βούλγαροι, ενώ επίσης κρυφά πήγαν το βράδυ στο απέναντι συγγενικό σπίτι να πάρουν τα ψωμιά που είχαν ψήσει στον εκεί φούρνο -με τις περιπολίες να καραδοκούν. Μας έλεγε για τότε που οι Βούλγαροι στρατιώτες ήρθαν στο σπίτι τους και χτύπησαν το θείο της, ενώ κάποιοι από αυτούς φέρονταν πιο ανθρώπινα -ένας είχε πει στη θεία της πως όλα θα πάνε καλά. Τη συγκεκριμένη ιστορία την ξεκίνησε με τη φράση "Θυμάμαι τρώγαμε λάχανα με κρέας..". Μας είπε πάλι για τότε που έφυγαν να πάνε για την άλλη μεριά του Στρυμόνα, σε άλλο χωριό -εκεί ήταν οι Γερμανοί- και πέρασαν απέναντι με βάρκα έχοντας πάρει και τα πρόβατα μαζί βάζοντας μάλιστα χόρτα στα κουδούνια τους για να μη χτυπάνε. Για τότε που...


Δεν τολμάω να τα διηγηθώ όπως η γιαγιά μου, αλλά ούτε και θέλω.. προτιμάω να τα ακούω από αυτήν. Κι εγώ να φτιάχνω εικόνες στο μυαλό μου, για τα σπίτια που μου έλεγε -αν και δεν ήταν εννοείται στη μορφή που βρίσκονται τώρα- για το ποτάμι και τα άλλα μέρη, για τη γιαγιά μου μικρή..

Αφού είδα αργότερα το Ψυχή Βαθιά της ζήτησα να μου πει περισσότερα για τον Εμφύλιο.
Eίχαν κάνει, μου λέει, ένα πέρασμα κάτω απ' το δωμάτιο -έχοντας χαράξει το ξύλινο δάπεδο ώστε να ανοίγει η "πόρτα" σαν καπάκι- και το οποίο έβγαζε στο μαντρί, για να πηγαίνουν εκεί η γιαγιά μου με τον αδερφό της όταν έρχονταν οι αντάρτες να μαζέψουν τα παιδιά. Τον παππού μου τον είχαν πάρει οι αντάρτες μαζί τους στα βουνά. Κάποιος μάλιστα είπε στους υπόλοιπους πως είχε ωραία φωνή και τον έβαλαν να τραγουδάει τα αντάρτικα. Της είχε πει ο παππούς για το πόσο τον είχε αγγίξει εκείνη η στιγμή που, αφού έφυγε κρυφά μαζί με ένα φίλο του και κάθησαν σε κάτι βράχους, άκουσε ένα πουλί να κελαηδάει...
Βλέπω το πρόσωπό της όταν μου το λέει.. και δε θέλουν και πολύ τα μάτια μου για να γυαλίσουν, όταν ακούω για τον παππού μου.

Η γιαγιά η Σ. κάποια χρόνια παλιότερα μου είχε πει πως έχει ακόμα καθαρά στο μυαλό της την εικόνα αυτή· είχε τελειώσει ο πόλεμος του '40 και καθώς περνούσε ο κόσμος τη γέφυρα για να πάει προς τα χωριά του, κοίταξε η γιαγιά μου έναν στρατιώτη που ήταν από κάτω ο οποίος είχε δακρύσει βλέποντας τον κόσμο να περνάει, ελεύθερος πια.

Όλα αυτά μπορεί εμάς να μας φαίνονται εξωπραγματικά, βγαλμένα από ταινία, αλλά για κάποιους αυτή ήταν η ζωή τους...

____________________________________
..και για κάποιο λόγο τα ίδια άτομα, έχοντας συνηθίσει σε έναν τρόπο ζωής, δε μπορούν να κάθονται για πολύ, εφ'όσον τους το επιτρέπει η κατάστασή τους, και δε φοβούνται μήπως κουραστούν. Τη γιαγιά τη Σ. δεν την πιάνει κανείς· πήγαινε το καλοκαίρι στο σπίτι μας -της γιαγιάς Κ που μένει εδώ- για να καθαρίσει τον μπαχτσέ. Είχε όμως ξεχάσει να πάρει τα κλειδιά μαζί της και θεώρησε πιο λογικό να ανεβεί το περβάζι με τα κάγκελα για να περάσει μέσα. :)

Τις προάλλες που πήγα στη γιαγιά Κ. βγαίνουμε στο μπαλκόνι να δούμε τα φυτά με τα οποία έχει μια τρέλα και μου δείχνει κάτι σιδερένιες βέργες δύο μέτρα που θα τις έβαζε σε κάποιες γλάστρες, αφού τις κόψουν. Και σκάει ένα χαμόγελο και μου λέει την ιστορία· ερχόμουν απ' τη θεία σου, λέει, και στο δρόμο βλέπω σε μια αλάνα κάτι παρατημένες βέργες, τις βλέπω και λέω πως αυτές κάνουν για τα φυτά, και να σου τις παίρνει, ακουμπάει τη μια μεριά τους στον ώμο της και τις σέρνει... δρόμος καναδυό χιλιόμετρα το πολύ, και με πέρασμα κι απ' την κεντρική λεωφόρο (έπρεπε να 'μουν από μια πλευρά να την βλέπω!). "Αλλά δεν το έχω πει σε κανέναν..". -"Και γιατί δεν τις άφηνες να τις έπαιρνες αργότερα με κάποιον από μας μαζί;" -"Σιγά μην τις άφηνα. Θα τις έπαιρνε κανένας άλλος."

Αφιερωμένο και στις δύο, μιας και στην Κ. αρέσει ο Παπάζογλου.


*μετά από ένα χρόνο στο ράφι των draft posts είπα να το ανεβάσω

Τρίτη, Οκτωβρίου 26, 2010

.

Βρίσκεται σε τέτοια κίνηση που δεν ξέρεις τι να περιμένεις από αυτήν. Αυτή είναι.


"Μοιάζει ο παράδεισος με δρόμο που σε 'σένα φτάνει..". Για ποια το γράψατε;
Π.Π.: Ήμουν στο φανάρι, έβρεχε και περνούσε δίπλα από τα σταματημένα αυτοκίνητα μια κοπέλα με ένα ποδήλατο-αντίκα, που είχε μια τεράστια ρόδα μπροστά και μια μικρούλα πίσω. Έμοιαζε τόσο διαφορετική μέσα στο γκρίζο. Την ερωτεύτηκα χωρίς να την ξέρω και την έβαλα στο τραγούδι.

Ενώ σκέφτομαι ακόμα τον άνθρωπο που στεκόταν στο διαχωριστικό διάζωμα της εθνικής οδού με μια βαλίτσα...
Σαν να ξέμεινε από κάποια ιστορία.

Κάποια πράγματα δύσκολα χωράνε στο μυαλό σου και δύσκολα τα εξηγείς λογικά.

Κυριακή, Οκτωβρίου 10, 2010

Μέσα απ' τα μάτια μιας πιτσιρίκας

Περνώντας πάλι μπροστά από την Εθνική Λυρική Σκηνή και μετά από τις στάσεις των λεωφορείων στην Ακαδημίας, μου ήρθαν στο μυαλό εικόνες κι ένα συναίσθημα ότι το 'χω δει αυτό το μέρος από παλιά' διαφορετικό όμως απ' όπως το βλέπω τα τελευταία πόσα χρόνια..
Ήταν το '99, γυμνάσιο, όταν μας είχαν πάει στη Λυρική Σκηνή να δούμε τους γάμους του Φίγκαρο και μετά θα μαζευόμασταν στις στάσεις για να φύγουμε. Εκείνο ακριβώς το σημείο μου φάνταζε διαφορετικά τότε.. η αίσθηση που έχω τώρα από τότε είναι μιας πόλης από κεντρική Ευρώπη, με τα ωραία κτήρια, τα φώτα το βράδυ, τα δέντρα, τον κόσμο και τα αυτοκίνητα' ακόμα και η βοηθητική λωρίδα πίσω από τις στάσεις των λεωφορείων έδινε άλλο αέρα στην πόλη.. Μια πόλη που θα άρχιζα να ανακαλύπτω περισσότερο σε τρία χρόνια από τότε και που δεν έχω σταματήσει ακόμα.

Αρκετές φορές όταν περνάω από μέρη που έχουν αποτυπωθεί στη μνήμη μου από τα παλιά, έρχονται στο μυαλό μου εκείνες οι πρώτες, καθαρές από προσθήκες του χρόνου, σκέψεις (Σα να 'ταν σήμερα το χτες..), ακόμα και παιδικές εικόνες. Δεν ξέρω αν ακούγεται περίεργο σε κάποιους. Κάτι τέτοιες στιγμές πάντως χαμογελάω γλυκά στη μνήμη μου που με ακολουθεί πιστά -τουλάχιστον η μακροχρόνια.