Τρεις μέρες. Τέσσερις φίλες. Ένα ταξίδι.
Παρασκευή, με το που τέλειωνε η κάθεμία από τη δουλειά της, έμπαινε στο αμάξι - έτοιμες για αναχώρηση. Ήταν 11 η ώρα όταν περνούσαμε από μία υποφωτισμένη, πορτοκαλί, έρημη πολιτεία, το φράγμα του Ευήνου. Σ' ένα μικρό, γραφικό χωριό κάπου στην Ορεινή Ναυπακτία, μας περίμεναν ο κυρ Γ. κι η κυρά Ρ.
Φάγαμε μακαρονόπιτα της θείας κι αποσυρθήκαμε στο δίπλα σπίτι. Αναμμένη φωτιά. Ανοίξαμε μπουκάλι κόκκινο κρασί, ανοίξαμε και το ραδιόκασετόφωνο που 'παιζε λαϊκά. Κούνησα το ένα κούτσουρο, γύρισε ανάποδα και η φωτιά έφτιαξε ένα ξεκάθαρο περίγραμμα. Δύο κούπες.
Το ξύπνημα στο χωριό είναι τόσο γλυκό κι αβίαστο. Στην Αθήνα, το Σάββατο θα σηκωνόμουν τουλάχιστον τρεις ώρες μετά. Kαφεδάκια στο θερμό, ψωμί, βούτυρο, μαρμελάδα, κέικ στη τσάντα και στη Μεγάλη Βρύση να πάρουμε το πρωινό μας στα ξύλινα παγκάκια.
Από τα περισσότερα σημεία βλέπεις πιάτο τη λίμνη - πορσελάνινο, γαλαζιοπράσινο για την ακρίβεια. Αυτή τη θέα έχεις κι από την αυλή του δημοτικού σχολείου.
Βγαίνεις από την τάξη λίγο μετά αφού έχεις μάθει και το γράμμα Κ, τρέχεις προς την κούνια, χωρίς να την σκέφτεσαι με γράμματα. Έχεις μπροστά σου καλύτερα πράγματα να απολαύσεις.
Περπατήσαμε μέχρι την άκρη του χωριού, καθίσαμε σε ένα παγκάκι και ρεμβάζαμε κάτω από τον ήλιο. Θα μπορούσαμε να καθόμαστε για ώρες..
Στο σπίτι, το φαγητό ετοιμαζόταν, όλα στον ξυλόφουρνο. Ο κυρ Γ. θα πήγαινε να φέρει το κρασί. Έρχομαι κι εγώ μαζί σας, του λέω. Κατεβήκαμε στην αποθήκη και με άφησε να γεμίσω μόνη μου τις κανάτες. Το λευκό το κρασί ήταν ζόρικο, έπεφτε αργά αργά, δεν άνοιγε την πάνω τάπα για να μην παίρνει αέρα και χάσει από τη γεύση του. Αλλά το ευχαριστιόμουν - άλλωστε το κρασί, όπως κι η αγάπη, θέλει υπομονή. Έβγαζα παράλληλα φωτογραφίες με το άλλο χέρι κι ο κυρ Γ. γελούσε. Γύρισα στην κουζίνα με ένα χαμόγελο, μια κανάτα με λευκό κρασί και μία με κόκκινο.
Έλα σηκωθείτε, μην κοιμάστε.. καφεδάκι πάλι στο θερμό και φύγαμε. Ηρεμία στους δρόμους, μόνο εμείς γυροβολάγαμε. Σε ένα δρομάκι, μας φωνάζει μια γιαγιάκα με παράπονο "Ποιές είστε εσείς καλέ και δε χαιρετάτε;". Από αυτές τις γιαγιάδες που κοντεύουν τα 100 και τα έχουν 400. Δώσαμε ρεπόρτο, μας χάρισε τις ευχές της -να 'μαστε καλά, καλή τύχη και καλή Σαρακοστή- και συνεχίσαμε. Φτάσαμε στον Άγιο Δημήτριο.
Το πέτρινο τραπέζι με τα δύο παγκάκια μας περίμενε. Κάπου εκεί άκουγες επαναλαμβανόμενα "Αυτά είναι..". Το καλύτερο μέρος για να απολαύσεις το καφεδάκι σου - και μετά ψάχνε εσύ κυρία μου στην Αθήνα για ωραία μέρη να πιεις τον καφέ σου. Κάτσαμε μέχρι να πέσει ο ήλιος.
Το βράδυ, το ερώτημα τί θα πιούμε ήταν ρητορικό, απλά για να με κινητοποιήσει ο κυρ Γ. να πάω να φέρω κρασί, "Θα πάει ο καινούριος", λέει, "Κάτσε, πώς θα πας;" και μου δίνει ένα μικρό φακό. Κατεβαίνω στο κελάρι κατά τα γνωστά. Αυτή τη φορά το κόκκινο κρασί σε μεγαλύτερη κανάτα. Μας μιλούσε ο κυρ Γ. και μας ρωτούσε πράγματα, αλλά τα μάτια του μιλούσαν ακόμα περισσότερο - καλοσύνη. Την υπόλοιπη κανάτα την πήραμε δίπλα, στρώσαμε χαρτάκι (υπερίσχυσε έναντι των επιτραπέζιων) και ξεχαστήκαμε..
Το μεσημεράκι είχαμε ετοιμαστεί για το δρόμο του γυρισμού. Πριν φύγουμε μας ρωτάνε -κοιτώντας με- αν θέλουμε να μας βάλουν από το κρασί. Πήραμε όλες από ένα μπουκάλι, τους ευχαριστήσαμε και μπήκαμε στο αμάξι..
Έβαλα σκοπό να πάω σε αυτά τα μέρη που από καιρό θέλω να γυρίσω κι όλο λέμε "θα πάμε κάποια στιγμή". Όποτε μπορώ να φεύγω. Βενζίνη και καλή παρέα. Κι αυτό είναι υπόσχεση.
Παρασκευή, με το που τέλειωνε η κάθεμία από τη δουλειά της, έμπαινε στο αμάξι - έτοιμες για αναχώρηση. Ήταν 11 η ώρα όταν περνούσαμε από μία υποφωτισμένη, πορτοκαλί, έρημη πολιτεία, το φράγμα του Ευήνου. Σ' ένα μικρό, γραφικό χωριό κάπου στην Ορεινή Ναυπακτία, μας περίμεναν ο κυρ Γ. κι η κυρά Ρ.
Φάγαμε μακαρονόπιτα της θείας κι αποσυρθήκαμε στο δίπλα σπίτι. Αναμμένη φωτιά. Ανοίξαμε μπουκάλι κόκκινο κρασί, ανοίξαμε και το ραδιόκασετόφωνο που 'παιζε λαϊκά. Κούνησα το ένα κούτσουρο, γύρισε ανάποδα και η φωτιά έφτιαξε ένα ξεκάθαρο περίγραμμα. Δύο κούπες.
Το ξύπνημα στο χωριό είναι τόσο γλυκό κι αβίαστο. Στην Αθήνα, το Σάββατο θα σηκωνόμουν τουλάχιστον τρεις ώρες μετά. Kαφεδάκια στο θερμό, ψωμί, βούτυρο, μαρμελάδα, κέικ στη τσάντα και στη Μεγάλη Βρύση να πάρουμε το πρωινό μας στα ξύλινα παγκάκια.
Από τα περισσότερα σημεία βλέπεις πιάτο τη λίμνη - πορσελάνινο, γαλαζιοπράσινο για την ακρίβεια. Αυτή τη θέα έχεις κι από την αυλή του δημοτικού σχολείου.
Βγαίνεις από την τάξη λίγο μετά αφού έχεις μάθει και το γράμμα Κ, τρέχεις προς την κούνια, χωρίς να την σκέφτεσαι με γράμματα. Έχεις μπροστά σου καλύτερα πράγματα να απολαύσεις.
Περπατήσαμε μέχρι την άκρη του χωριού, καθίσαμε σε ένα παγκάκι και ρεμβάζαμε κάτω από τον ήλιο. Θα μπορούσαμε να καθόμαστε για ώρες..
Στο σπίτι, το φαγητό ετοιμαζόταν, όλα στον ξυλόφουρνο. Ο κυρ Γ. θα πήγαινε να φέρει το κρασί. Έρχομαι κι εγώ μαζί σας, του λέω. Κατεβήκαμε στην αποθήκη και με άφησε να γεμίσω μόνη μου τις κανάτες. Το λευκό το κρασί ήταν ζόρικο, έπεφτε αργά αργά, δεν άνοιγε την πάνω τάπα για να μην παίρνει αέρα και χάσει από τη γεύση του. Αλλά το ευχαριστιόμουν - άλλωστε το κρασί, όπως κι η αγάπη, θέλει υπομονή. Έβγαζα παράλληλα φωτογραφίες με το άλλο χέρι κι ο κυρ Γ. γελούσε. Γύρισα στην κουζίνα με ένα χαμόγελο, μια κανάτα με λευκό κρασί και μία με κόκκινο.
Έλα σηκωθείτε, μην κοιμάστε.. καφεδάκι πάλι στο θερμό και φύγαμε. Ηρεμία στους δρόμους, μόνο εμείς γυροβολάγαμε. Σε ένα δρομάκι, μας φωνάζει μια γιαγιάκα με παράπονο "Ποιές είστε εσείς καλέ και δε χαιρετάτε;". Από αυτές τις γιαγιάδες που κοντεύουν τα 100 και τα έχουν 400. Δώσαμε ρεπόρτο, μας χάρισε τις ευχές της -να 'μαστε καλά, καλή τύχη και καλή Σαρακοστή- και συνεχίσαμε. Φτάσαμε στον Άγιο Δημήτριο.
Το πέτρινο τραπέζι με τα δύο παγκάκια μας περίμενε. Κάπου εκεί άκουγες επαναλαμβανόμενα "Αυτά είναι..". Το καλύτερο μέρος για να απολαύσεις το καφεδάκι σου - και μετά ψάχνε εσύ κυρία μου στην Αθήνα για ωραία μέρη να πιεις τον καφέ σου. Κάτσαμε μέχρι να πέσει ο ήλιος.
Το βράδυ, το ερώτημα τί θα πιούμε ήταν ρητορικό, απλά για να με κινητοποιήσει ο κυρ Γ. να πάω να φέρω κρασί, "Θα πάει ο καινούριος", λέει, "Κάτσε, πώς θα πας;" και μου δίνει ένα μικρό φακό. Κατεβαίνω στο κελάρι κατά τα γνωστά. Αυτή τη φορά το κόκκινο κρασί σε μεγαλύτερη κανάτα. Μας μιλούσε ο κυρ Γ. και μας ρωτούσε πράγματα, αλλά τα μάτια του μιλούσαν ακόμα περισσότερο - καλοσύνη. Την υπόλοιπη κανάτα την πήραμε δίπλα, στρώσαμε χαρτάκι (υπερίσχυσε έναντι των επιτραπέζιων) και ξεχαστήκαμε..
Το μεσημεράκι είχαμε ετοιμαστεί για το δρόμο του γυρισμού. Πριν φύγουμε μας ρωτάνε -κοιτώντας με- αν θέλουμε να μας βάλουν από το κρασί. Πήραμε όλες από ένα μπουκάλι, τους ευχαριστήσαμε και μπήκαμε στο αμάξι..
Έβαλα σκοπό να πάω σε αυτά τα μέρη που από καιρό θέλω να γυρίσω κι όλο λέμε "θα πάμε κάποια στιγμή". Όποτε μπορώ να φεύγω. Βενζίνη και καλή παρέα. Κι αυτό είναι υπόσχεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου