Κυριακή, Σεπτεμβρίου 23, 2012

Σεπτεμβριανό Καλοκαίρι

Ξανά(ματά) κάτω η βαλίτσα.
Δεν υπάρχει γιατί. Γιατί είχαμε άδεια να χαλάσουμε/ για να παρατείνουμε το καλοκαίρι/ για το νησί το ίδιο/ για το πανηγύρι στη γιορτή μου/ για το ταξίδι/ για να (ξε)φύγουμε. Υπάρχει δηλαδή γιατί και είναι αυτονόητο.

"Ααα, το 'χεις κάνει τάμα να πας, ε; Πες το έτσι.", μειδιάζει περιπαιχτικά η μάδερ, για να μου δώσει ένα πάτημα παραπάνω.

Πλους/ Plus 

Εισιτήρια/διαμονή τα κλείσαμε μία μέρα πριν, έτσι να ακολουθούμε τους ρυθμούς του νησιού πριν καλά-καλά φτάσουμε. Χωρίς πολλές πολλές σκέψεις, κάπως έτσι.

Αναχώρηση από την αγαπημένη μου πύλη Ε1. Ακόμα και το πλοίο, αποπροσανατολίζοντας με το όνομά του (Ιεράπετρα), επιβεβαίωνε υποσυνείδητα ότι ο προορισμός θα 'ναι μυστ(αγωγ)ικός και μαγικός.

Ό,τι έγνοιες έχεις (να) τις εκμυστηρεύεσαι πάνω στο κατάστρωμα για να ανακατευτούν με τον αφρό και να τις πάρει το κύμα - ενώ ο αέρας θα σου παίρνει τα μαλλιά. Κι έτσι συνεχίζεις πλέοντας ξέγνοιαστα, σε πελάγη που τα ορίζεις εσύ.





Με το Καλημέρα σας
Αφού κατεβήκαμε οριακά απ' το καράβι, λίγο πριν ξαναφύγει (για κάποιο λόγο, εγώ νόμιζα ότι ήταν τερματικός σταθμός), βρήκαμε στο πάρκινγκ το κόκκινο αυτοκινητάκι που μας περίμενε με το κλειδί στο χαλάκι. Εδώ οι πινακίδες ήταν ΜΟΒ κι είχαμε και γαμάτο αριθμητικό συνδυασμό.

Πήραμε το δρόμο προς τα κάτω, αφήσαμε τα πράγματα στο σπίτι [αυτό που μετά την πρώτη μέρα διαμονής, τα δωμάτια τα αποκαλούμε σπίτι, πολύ μου αρέσει] κι ανηφορίσαμε προς τις Ράχες. Ο ουρανός από τους πιο ξάστερους που 'χω δει. Περασμένες τέσσερις, ξημερώματα. Ωτοστόπ. Σταματήσαμε. Πού βρέθηκε, πού βρεθήκαμε, μικρή σημασία έχει. Ήταν η αρχή της παρέας. Η πλατεία σχεδόν άδεια εκείνη την ώρα. "Έχει στηθεί ένα ρεμπέτικο γλεντάκι στο τάδε μέρος." "Πάμετε.". Σε ενδιάμεσο χωριό συναντάμε τον Λου - από τις μορφές του νησιού που είχα τη χαρά να γνωρίσω. "Εσύ με Ικαριώτισσα μοιάζεις."* (Μου το ξανάπαν κι έπειτα -το μαλλί ειδικά, λέει- ο δε Λ. έλεγε συγκεκριμένα ότι είμαι από το Μαγγανίτη.) Ίσως και να.

Το γλέντι το πετύχαμε στο τελείωμά του. Αλλά προφανώς και δεν υπάρχει τέλος. Τα ποτά, κι αργότερα το ούτι, μεταφέρθηκαν στην παραλία από κάτω και καθήσαμε εκεί όλοι μια παρέα, μέχρι να βγει ο ήλιος...

Κι αυτή, εν ολίγοις, ήταν η πρώτη γεύση μου απ' το νησί. Με το Καλημέρα σας.


Το χρόνο να λαβώσω
Μια απόπειρα έκανα στην παραλία να διαβάσω το βιβλίο που είχα πάρει. 10 σελίδες και πολλές ήταν. Το κλείνω. Ήθελα (την) ησυχία (μου), ειδικά αυτή του νου. Ο Σεπτέμβρης σε νησί μπορεί να σου χαρίσει λίγο παραπάνω από αυτή την ηρεμία. Όταν οι περισσότεροι τουρίστες θα 'χουν φύγει και θα 'χεις την ευχέρεια να μάθεις καλύτερα το νησί χωρίς πολύ συνωστισμό, αλλά και να το γνωρίσεις καλύτερα μέσα από τους ντόπιους. Ανθρώπους ωραίους, με άλφα κεφαλαίο.

Εδώ είναι το μέρος που σταματούν του ρολογιού οι δείκτες. Κι ας μην είχαμε ρολόι. Είχαμε κινητό θα μου πεις (βέβαια, μη χάσουμε). Όλα κυλούσαν αβίαστα, δεν είχαμε πρόγραμμα αλλά όλα έρχονταν τόσο προγραμματισμένα, κάθε μέρα ήταν γεμάτη -απ' το μεσημέρι μέχρι το πρωί. 

Κι όταν θέλαμε να παρατείνουμε κι άλλο το πρωί, παίρναμε τ' αμάξι και κόβαμε βόλτες. 


Παράξενα, μαγικά - κι όμως αληθινά

Στο δρόμο για την παραλία, λίγο πριν φτάσουμε εκεί που ξεκινούσε η κατάβαση, κάτι μας κίνησε την περίεργεια. Καθώς διασχίζαμε το τούνελ, κάπου μετά τα μισά του βλέπουμε ένα αυτοκίνητο σταματημένο και με την πόρτα του οδηγού ανοιχτή. Ο οδηγός ξαπλωμένος με το κάθισμα ριγμένο πίσω. Φτάνουμε στο τέλος, "Ρε, μήπως να γυρίσουμε, μπας κι έχει πάθει τίποτα;" Διστακτικά, κάνουμε αναστροφή και φτάνουμε δίπλα στον κυριούλη. "Ναι, γεια σας." Τίποτα αυτός. Τσεκάρω κοιλιά. Ανεβοκατεβαίνει. Εντάξει, ζει. Φιου. Ξανά αναστροφή και βουρ προς το φως στο τούνελ. [Ήθελε να κοιμηθεί ο άνθρωπος, ποιό το πρόβλημά σας εσάς; Ζεσταινόταν επίσης, ήθελε σκιά κι ανοιχτές πόρτες. Α, κι ένα μικρό φωτάκι από πάνω όπως αυτό που είχαμε μικρά έξω απ' την τουαλέτα. Σαφώς, λογικό. (Στο γυρισμό δεν ήταν εκεί, πάλι καλά.)]



 
"Έχω μαρκάρει στο χάρτη καιρό, ένα νησί μαγικό.."
Η ταμπέλα έριχνε όλη την ευθύνη της επίσκεψής μας/κατάβασης στην παραλία, σε εμάς τους ίδιους κι από κάτω είχε την τριγωνική ταμπελίτσα με τα βράχια που πέφτουν. Δε βαριέσαι, υπεύθυνα άτομα είμαστε, αν μη τι άλλο. Κι έτσι οι λευκοί βράχοι έγιναν παιχνίδι για σκαρφάλωμα και τσουλήθρα.










Στην παραλία άλλες τρεις παρέες, οι οποίες σιγά σιγά έφυγαν κι αυτές. Γαλήνη. Ξαπλώνεις και βλέπεις μια πολύχρωμη, καμπυλωτή γραμμή στον ουρανό. Αλλά είναι "οριζόντια" κι όχι όπως έχουμε συνηθίσει να τη βλέπουμε. Σαν σε υπαίθριο πλανητάριο. Μια γραμμή Ελπίδας.
 
Μπροστά μας ουράνια τόξα και μέρη
που έχουν αφήσει τα πάντα κι εσύ
μου λες ότι θέλεις έστω για λίγο
να μείνεις ακίνητη μες στη σιωπή.


Άνθρωποι αυθεντικοί - Ευχές από καρδιάς
Έφτασε η μέρα του πανηγυριού.
Στο Χριστό, για να καφενεδίσουμε. Το πρώτο ζεστό καφεδάκι, κορμός και μπισκοτόγλυκο. Δυο τραπέζια παραπέρα κάθονταν ο κυρ Γιάννης κι ο κυρ Νίκος. Είχαν πιάσει κουβέντα για την πολιτικοοικονομική κατάσταση, ενώ παράλληλα απευθύνονταν σε μας και στο διπλανό τραπέζι. Για να μην απαντάμε κι εμείς φωνάζοντας, μας κάλεσαν στο τραπέζι τους. Εν συνεχεία κατέφτασε το πρώτο καραφάκι ρακόμελο. Τη συζήτηση περί πολιτικοοικονομικών δεν αργήσαμε να την αφήσουμε στην άκρη, για να πιάσουμε ιστορίες από τότε που ζούσαν στην Αμερική και στον Καναδά κι έπειτα ιστορίες για το νησί. Πώς κι από πότε για παράδειγμα άρχισαν να χορεύουν στα ικαριώτικα πανηγύρια δυτικούς χορούς όπως το βαλς και το τάνγκο, μεταξύ ποιών περιοχών υπάρχει "ανταγωνισμός" κλπ.

Αυτό εννοούσα όταν έλεγα πως μαθαίνεις το νησί καλύτερα μέσα από τους ντόπιους. Κι είναι ωραίο να 'χεις την ευκαιρία να γνωρίζεις ανθρώπους αληθινούς. Ανθρώπους, των οποίων τα μάτια χαμογελάνε. Αγάπη (ωρέ).

"Άλλο ένα καραφάκι, για το δρόμο που λέμε." Οι ευχές τους φαίνονταν να βγαίνουν τόσο αυθόρμητα, με μια πηγαία ειλικρίνεια. "Κι όταν ξαναρθείτε, εδώ κάτω απ' τη μουριά θα 'μαστε." Τους χαιρετήσαμε για να κινήσουμε προς το πανηγύρι, είχαμε καμμιά ώρα δρόμο μπροστά μας. Με τα τηλέφωνα κατά τη διάρκεια της διαδρομής δεν κατάλαβα για πότε φτάσαμε στο Μονοκάμπι.

"Η Αγία Σοφία σηματοδοτεί το τέλος της καλοκαιρινής περιόδου."
 "..αλλά έλειπε η μεγάλη «καραβιά» όσων είχαν έρθει πέρσι από τον Πειραιά αποκλειστικά και μόνο για το πανηγύρι. [...] φέτος κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό." Μισές πληροφορίες έχεις, φίλε Καριώτη.

Με το που φτάσαμε στο χώρο, ψάχνοντας την παρέα μας, με πιάνουν απ' το χέρι κι αρχίζω να χορεύω βαλς. [Ή μήπως ήταν τανγκο; Δεν ξέρω, εγώ ακολουθούσα. (UPD: θυμήθηκα, αυτό ήταν, ο πρώτος μου χορός σε καριώτικο πανηγύρι -τυχαίο δεν το λες)] Τα πάντα είναι χορός εδώ. Το κινητό συνέχιζε να χτυπάει, ("Πού είσαι;;;" "Εδώ μωρέ, μάζεψα λίγους φίλους και στήσαμε ένα γλεντάκι.") αλλά δεν μπορούσα να το κρατήσω και για πολύ "Ρεε.., με τραβάνε για Ικαριώτικο." Κάθε άτομο που γνώριζα και μια ευχή. Επ, να 'τος κι ο Λου. Ωραία τα χαμόγελα, αλλά τα αμοιβαία χαμόγελα ακόμα καλύτερα. Αγκαλιές. Μικροί και μεγάλοι είναι όλοι φίλοι εδώ. Το πιπέρι δεν το πρόλαβα, αλλά όλα τα προηγούμενα είχαν σίγουρα κάτι από το αλάτι της ζωής.

Τον ήχο του βιολιού τον έχω ακόμα στο μυαλό μου. Όρτσα μια και δυο γιομάτα.. Και του χρόνου, με υγεία.


Το "τάμα"
Στην εκκλησία δεν καταφέραμε να πάμε τη μέρα της γιορτής, γίναμε με το ΄να (κρασί) και με τ' άλλο (κρασί) -αν και νερωμένο πρέπει να 'ταν, δεν εξηγείται. Έτσι κι εγώ την επομένη το μεσημέρι, έβαλα τα σταράκια μου, πήρα το κουόρε και πήρα μόνη τα βουνά. [Είναι να μην του μπει κάτι στο μυαλό αυτού του παιδιού. Δεν πρόκειται να μην το κάνει, να 'σαι σίγουρος.] Πού θα ξανάβρισκα σύντομα τέτοια ευκαιρία; Νησί, δρόμος, αεράκι. Και η τοποθεσία.. αυτός ήταν κι ο βασικότερος λόγος.

Ανοιχτά παράθυρα. Ο δρόμος σχεδόν άδειος, πού και πού άνθρωποι δεξιά κι αριστερά να δουλεύουν -καθημερινή βλέπεις, γι αυτούς. Στα μισά περίπου της διαδρομής, που είχα ανέβει σε υψόμετρο, βάζω την κίτρινη ζακέτα μου να σπάσει τη μουντίλα. Ήμανε εγώ, ο δρόμος, τα βουνά κι η ομίχλη. Κι η μουσική. Σχεδόν. Κάπου σε εκείνο το σημείο σταματάει το cd (βασικά συνέβη σε μια συγκεκριμένη διαδρομή και την προηγούμενη μέρα, και τις τέσσερις φορές που πέρασα δλδ - με σκοτάδι ήταν ακόμη πιο σπούκυ), δεν έπαιζε καθόλου, κανένα. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Δε μπορούσες να αλλάξεις και σταθμό, έπαιζε έναν με χιόνια. Δεν πατιόταν κανένα κουμπί. Νάδα. Μόνο το μεγάλο για να κλείσει. Τσουπ. Τώρα ήμανε εγώ, ο δρόμος, τα βουνά, η ομίχλη κι η απόλυτη ησυχία. Θα πρέπει να 'ταν ζωγραφισμένο ένα ηλίθιο χαμόγελο στη μούρη μου τότε ή να 'χα το βλέμμα της αγελάδας ξερωγώ.
[Aν γνωρίζετε τίποτα σχετικό για ηλεκτρομαγνητικά κύματα/φαινόμενα, πείτε μου. Μπορεί να βρήκα το μυστικό μακροζωίας των Ικαριωτώνε γιατί. (Όχι, προφανώς κι είναι άλλο το μυστικό τους, πιο ουσιαστικό.) Γιατί επίσης, είναι να μην έχει απορία αυτό το παιδί. Θα τη βρει την -σωστή- απάντηση, να 'σαι σίγουρος.]


Έφτασα στο χώρο που την προηγούμενη μέρα γινόταν το πανηγύρι. Άδειος από τραπέζια. Μου ερχόταν να μπω στον κύκλο και να χορέψω. Έξω απ' την κουζίνα κάθονταν οι ντόπιοι, αφού πρώτα είχαν συμμαζέψει. Κάτι γυναίκες μου 'δωσαν οδηγίες για το πώς να πάω στο μονοπάτι. "Δεν έχω και το κλειδί να σου δώσω" μου λέει ένας θείος. Με κοιτούσαν με απορία, αλλά και με μια γλυκύτητα συνάμα -προφανώς και δε θα 'χε περάσει άλλος από 'κει που να 'χε αργήσει μια μέρα.

Πήρα το μονοπάτι. Χωματόδρομος, σκαλάκια, "στη στέρνα να κάνεις δεξιά", λευκά βελάκια από κει κι έπειτα που σε βοηθούσαν για να μη μπεις στην αυλή κανενός σπιτιού. Πρώτο εμπόδιο "ΚΛΕΙΝΕΤΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ". Αγριοκάτσικα δεν είδα, η αλήθεια είναι, πέραν αυτού που άνοιξε κι έκλεισε την πόρτα.

Περπατάς στην (όχι τόσο απόκρυμνη μεν) κορυφογραμμή του βουνού. Οι πλάκες στις οποίες πρέπει να πατήσεις είναι μπογιατισμένες λευκές. Κι άλλη πόρτα. Ανεβαίνεις, φτάνεις στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας. Η Θέα. Το μάτι φτάνει μέχρι τη θάλασσα. Έψαξα τις πιθανές κρυψώνες για κλειδί, δεν ήταν εκεί. Βρήκα έξω κάτι κεριά, άναψα ένα, το 'σβησε μετά από λίγο ο αέρας, άφησε καπνό. Δεν είναι τόσο θέμα θρησκείας. Όσο Πίστης. Στον εαυτό σου, αν μη τι άλλο, για αρχή.

Κατηφόρισα. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου, μέχρι την επόμενη φορά. Έφτασα πάλι στα πλατάνια, είχαν ξεκινήσει να τρώνε, "Καλή σας όρεξη" είπα κι έφυγα. Ανεβαίνοντας τις σκάλες ακούω μια γυναικεία φωνή να τρέχει ξοπίσω μου "Κορίτσι.. πήγες;" Ήταν η γυναίκα που μου 'χε δώσει τις οδηγίες, έτρεξε για να με φτάσει, με μια κουτάλα στο χέρι (άχουτην). Μου 'πε για την ιστορία της εκκλησίας, μου 'δωκε και την ευχή της. "Γίνοται εδώ λειτουργίες και μυστήρια;" "Σπάνια, αλλά γίνονται." Πήρα την απάντηση που ήθελα. Με allstarάκια ναι, μια χαρά. [Για όταν.]


Γυρισμός (ξανά)
Τα αποχαιρετιστήρια ποτά στο μπαράκι πάνω απ' την παραλία. Η μόνη φορά που έβαλα ξυπνητήρι στο νησί ήταν τότε, για να μη χάσουμε το πλοίο -αν όχι τη μπάλα. Άλλο που δε θέλαμε δηλαδή. 9:44, χτυπάει το πρώτο ξυπνητήρι. Αναβολή, τσουπ. Συνεχίζουμε την κουβέντα μας. Δεύτερο. Αναβολή. Τελευταία σφηνάκια ρακή. Στο τρίτο χτύπημα η πόρτα ανοίγει, (μην επιμένεις) έχω φύγει.

Έφυγα με γεμάτες βαλίτσες. Γεμάτες γνωριμίες με αυθεντικούς ανθρώπους, στιγμές (ή μάλλον ώρες) κεφιού, τρέλα (λάθος, απ' αυτό είχαμε ούτως ή άλλως) κι ηρεμία (αρκετή παραπάνω από αυτό που περίμενα). Κι ίσως και με λίγο Σοφία παραπάνω -εδώ στις πόλεις μπορεί να χάνουμε ενίοτε λίγο από τον ε(νι)αυτό μας χωρίς να το πολυκαταλαβαίνουμε. Αρκεί να ξέρεις να ψάχνεις και να βρίσκεις αυτό που θες.

Ψυχή ησυχία για να βρεις, πρέπει πολύ να παιδευτείς


Κι αν θες τα χρόνια σου καλά να ζήσεις, πάρε χρόνο, το λοιπόν.


*Ναι, μπορεί και να γίνω, σκέφτηκα.
________________________________________
υ.γ.1: Η αλληλουχία σταμάτησε. Δεν ξέρω τώρα ποιό γράμμα να θεωρήσω πιο σωστό, Ι ή Ν; Ας είναι.

υ.γ.2: Και οι μήνες από Σ δεν πάνε πίσω...

υ.γ.3: Το παραπάνω γράφτηκε κατά κόρον υπό τους ήχους του βιολιού του Ικαριώτικου, "ξεφυλλίζοντας" τις φωτογραφίες. Νηφάλια μεν πρακτικά, μεθυσμένη ακόμη από/με το νησί δε.

υ.γ.4: "Του χρόνου πάλι"... ννναι. Αυτό ήταν το πανωσέντονο. [Τώρα που φθινοπωριάζει θα γράψω και κανένα κουβερλί και το χειμώνα πάπλωμα. Την κάναμε την προίκα μας.]

υ.γ.5: Εδώ, Ορίζοντας.

υ.γ.6: Πριν πατήσω το Publish, να πω Καλό Ταξίδι στον Τόλη, έναν άνθρωπο που είχε μάθει να παίρνει χρόνο και πάλευε γι' αυτό. Έναν Τόλη που αγαπούσε μια Μαρία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου