Εφτά χρόνια, πόσα χιλιόμετρα ούτε
εγώ δεν ξέρω, διαδρομές γνωστές κι άγνωστες, μόνη ή με παρέα, αλλά πάντα με μια
σταθερά, το Primera.
Το είχαμε από τότε που ήμουν
δημοτικό. Ήταν το παλιό του μπαμπά και το είχα μαζί με την αδερφή μου, ασχέτως
αν καθώς περνούσε ο καιρός το έπαιρνα περισσότερο εγώ (ως γνωστόν τα μικρά
είναι πάντα πιο κακομαθημένα). Το είχαμε συνηθίσει.
Μ’ αυτό το αμάξι έμαθα να οδηγάω
και να παρκάρω με άνεση - δεν το λες και μικρό αμάξι για ένα κορίτσι 19 χρονών
τότε. Με αυτό με έλεγαν οι φίλοι driver, πιλότο, ότι οδηγώ σαν άντρας, ακόμα και σαν ταξιτζής. Ότι
οδηγώ σαν τον πατέρα μου, λογικό αφού από μικρή καθόμουν πάντα στη μέση του πίσω καθίσματος, φέρνοντας το πρόσωπό μου ανάμεσα στις θέσεις του οδηγού και του συνοδηγού και
χαζεύοντας το δρόμο. Συχνά ήξερα να πω στον πατέρα μου με τί ταχύτητα πηγαίνει
χωρίς να κοιτάζω το κοντέρ, ενώ κάποιες διαδρομές είχαν αποτυπωθεί στο μυαλό
μου από τότε και μετά από χρόνια ώντας εγώ πλέον στο τιμόνι, δε χρειαζόμουν
χάρτες κι οδηγίες. Και για να επιστρέψω –με όπισθεν- σε αυτό που έλεγα,
χρειάζεται και λίγο νεύρο και ταχύτητα ο δρόμος, όχι πάντα αλλά χρειάζεται. Βαρύ αμάξι, αλλά ένιωθες ότι οδηγούσες κι όχι ότι σε οδηγάει. Ό,τι αμάξι και να οδηγούσα μετά, μου φαινόταν πούπουλο κι όταν ξαναέπαιρνα το δικό μου ένιωθα πως ο συμπλέκτης τα 'χε παίξει κι ήθελε να βάλεις 100 κιλά δύναμη - αν μη τι άλλο κρατούσα σε φόρμα μηρούς και γάμπες.
Πότε ήταν γεμάτο φίλους, πότε
ήμουν μόνη μου παρέα με τη μουσική μου, σιγανή ή στο τέρμα. Με το Primera γύρισα
κι έμαθα το μεγαλύτερο κομμάτι της Αθήνας. Εκτός πόλης είχε κάνει πολλά ταξίδια παλιότερα. Εμένα με ακολούθησε δυο φορές όσο
μπορούσε, μέχρι τη Χαλκίδα –όπου και γυρίσαμε με την οδική βοήθεια- και μέχρι Λουτράκι - Ηραίο. Είχε ήδη αρχίσει να εμφανίζει προβλήματα ανά φάσεις,
μέχρι και εγκέφαλο του αλλάξαμε, αλλά αυτό εκεί κουβαλούσε πάντα τα ίδια μυαλά,
σαν αυτά του οδηγού του. Δεν το τράκαρα, δεν έφαγα ποτέ κλήση, δε μου ‘καναν
αλκοτέστ· ήταν φύλακας άγγελός μου στο
δρόμο. Για ένα χρόνο που ήμουν στη Σκωτία το αποχωρίστηκα, ενώ τα τελευταία δύο χρόνια το ‘παιρνα σχεδόν κάθε μέρα στο μεγάλο,
αγαπημένο δρόμο, την εθνική – πήγαινε στα τυφλά και κατάπινε βενζίνη.
Μέσα σε αυτό το αυτοκίνητο, γελάσαμε, συζητήσαμε
για ώρες, είπαμε πράγματα χαζά, αλλά και πράγματα σοβαρά, μαλώσαμε, κλάψαμε, φωνάξαμε,
έκλεισαν οι πόρτες με δύναμη, άνοιξαν όμως και με χαμόγελα, φιληθήκαμε αμέτρητες
φορές, όσα και τα χιλιόμετρα, ζήσαμε στιγμές τρέλας, αγάπης, έρωτα..
Όπως όλες οι μακροχρόνιες, ήταν μια σχέση αγάπης. Ο έρωτας ερχόταν μέσα από στιγμές, μέσα από αυτά που αντίκρυζα στο δρόμο.
Και τελικά τι απέγινε;
ΑπάντησηΔιαγραφήΥΓ: Νιώθω τύψεις. Όλα κοινά, μέχρι τις κλήσεις. Τρεις σε ένα χρόνο για ταχύτητα, γμτ...
Τελικά παρέμεινε στην οικογένεια -ούτε αυτό δε θέλει να φύγει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπόλαυσε το δρόμο girl, αρκεί να προσέχεις. ;)