Πολύωρες ανταποκρίσεις - ένα εν δυνάμει χόμπυ (δεύτερη, μετά το Άμστερνταμ). Ειδικά σε μέρη που δεν έχεις πάει. Και κατά προτίμηση, στην επιστροφή.*
Ήταν να κανονιστεί ταξίδι στη Ρώμη την άνοιξη. Αναβλήθηκε. Κι έτσι διάλεξα επίτηδες την 8ωρη ανταπόκριση εκεί, μετά την Ισπανία. Είχα ήδη εκτυπώσει μια ιδέα χάρτη, χωρίς τα ονόματα των μικρών δρόμων, αλλά μου αρκούσε απλά για τον προσανατολισμό -έτσι για την αλητεία. Έφτασα μεσημέρι. Με λίγη καθυστέρηση, συν/πλην τα πήγαινε-έλα, είχα διαθέσιμες 3 καθαρές ώρες στο κέντρο της Ρώμης. Πιο πέρα από το Termini, κάνοντας μια ερώτηση σε ένα ζευγάρι βλέπουν το χάρτη μου και μου δίνουν το δικό τους που τον είχαν πάρει απ' το ξενοδοχείο τους (Το καημένο, θα σκέφτηκαν, θα χαθεί και θα το ψάχνουν). Παρά την αλητεία, δε μπόρεσα να αντισταθώ. Έχει άλλη χάρη να παρατηρείς στις γωνίες τις επιγραφές με τα ονόματα των δρόμων.
Με το χάρτη, λοιπόν, και τα καινούρια μου παπουτσάκια από τη Γρανάδα για παρέα, πήρα τους δρόμους ξεκινώντας απ την Cavour. Τα φανάρια τους κρατάνε πολλή ώρα. Γι αυτό και δεν περιμένεις να γίνει πράσινο. Κατηφορίζω, με κατεύθυνση το Γιγάντιο. Έχει την ομορφιά του να ταξιδεύεις μόνος, σταματάς όπου θες, χαζεύεις, πας δεξιά, πας αριστερά. Το σχετικά γελοίο είναι οι κοίτα-τί-καλά-μπορώ-και-μόνη-μου αυτοφωτογραφίες, "Χέι, ψιτ, χαζογέλα στον εαυτό σου! Κλικ!". Ένιωθα σαν το νάνο του μπαμπά της Αμελί· η Σοφία μπροστά απ' το Κολοσσαίο, η Σοφία εδώ, η Σοφία εκεί. [Στο επόμενο ταξίδι μου να θυμηθώ να πάρω κι εγώ ένα κουκλί - τύπου "where is Waldo?"] Συνεχίζουμε. Πλακόστρωτα στενάκια, παραστενάκια, πολύχρωμες προσόψεις, πράσινο στις βεράντες, φανάρια (όχι τα κοκκινο-πορτοκαλο-πράσινα, τα άλλα στους τοίχους), βέσπες, παλιά κτήρια, κίωνες, αγάλματα, συντριβάνια. Ζέστη. Μετά το 42 της Σεβίλλης, το υπόλοιπο κοκκινομαύρισμα το πήρα εδώ στη Ρώμη. Παρακάτω, αρχαία και πάλι στο προσκήνιο. Πέτρα, χώμα και μάρμαρο, σε μια περίτεχνη σύνθεση.